Δείτε επίσης: ταυρωπός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ταυρωπός οι Ταυρωποί
      γενική του Ταυρωπού των Ταυρωπών
    αιτιατική τον Ταυρωπό τους Ταυρωπούς
     κλητική Ταυρωπέ Ταυρωποί
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ταυρωπός < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ta.vɾoˈpos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ταυ‐ρω‐πός

  Κύριο όνομα

επεξεργασία
 
Ο ποταμός Ταυρωπός στην Ευρυτανία

Ταυρωπός αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία