Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Μέγδοβας
      γενική του Μέγδοβα
    αιτιατική τον Μέγδοβα
     κλητική Μέγδοβα
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μέγδοβας < σλαβικής προέλευσης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈme.ɣðo.vas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μέ‐γδο‐βας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μέγδοβας αρσενικό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία