Τέρνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τέρνος | οι | Τέρνοι |
γενική | του | Τέρνου | των | Τέρνων |
αιτιατική | τον | Τέρνο | τους | Τέρνους |
κλητική | Τέρνο | Τέρνοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τέρνος < σλαβικής προέλευσης *tьrnъ (αγκάθι)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈteɾ.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τέρ‐νος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤέρνος αρσενικό
- (παρωχημένο) χωριό της Ευρυτανίας, πρώην ονομασία της Μεσοκώμης[2]
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Ζαροδήμος, Γιώργος (2020). Τοπωνυμικά Ευρυτανίας: Τα οικωνύμια του Δήμου Καρπενησίου. Αθήνα: χ.ε.. σελ. 23. https://www.academia.edu/45022075/Τοπωνυμικά_Ευρυτανίας.
- ↑ ΦΕΚ Α 81, 14 Μαΐου 1928 (λήψη αρχείου PDF)