Μεσοκώμη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μεσοκώμη | οι | Μεσοκώμες |
γενική | της | Μεσοκώμης | των | Μεσοκωμών |
αιτιατική | τη | Μεσοκώμη | τις | Μεσοκώμες |
κλητική | Μεσοκώμη | Μεσοκώμες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.soˈko.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Με‐σο‐κώ‐μη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μεσοκώμη θηλυκό