Τερνιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /teɾˈɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τερ‐νιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΤερνιώτης αρσενικό (θηλυκό Τερνιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τον Τέρνο ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Τερνιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τερνιώτης | οι | Τερνιώτηδες |
γενική | του | Τερνιώτη* | των | Τερνιώτηδων |
αιτιατική | τον | Τερνιώτη | τους | Τερνιώτηδες |
κλητική | Τερνιώτη | Τερνιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Τερνιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Τερνιώτης < πατριδωνυμικό Τερνιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤερνιώτης αρσενικό (θηλυκό Τερνιώτη ή Τερνιώτου)