Σύδενδρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Σύδενδρο | τα | Σύδενδρα |
γενική | του | Σύδενδρου | των | Σύδενδρων |
αιτιατική | το | Σύδενδρο | τα | Σύδενδρα |
κλητική | Σύδενδρο | Σύδενδρα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σύδενδρο < καθαρεύουσα Σύδενδρον. → δείτε και τη λέξη σύδενδρο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsi.ðen.ðɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σύ‐δεν‐δρο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣύδενδρο ουδέτερο
- (παρωχημένο) χωριό της Ευρυτανίας, πρώην ονομασία της Καταβόθρας[1]
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Κορίκιστα (πρώην ονομασία)