σύδενδρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σύδενδρο | τα | σύδενδρα |
γενική | του | σύδενδρου | των | σύδενδρων |
αιτιατική | το | σύδενδρο | τα | σύδενδρα |
κλητική | σύδενδρο | σύδενδρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύδενδρο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsi.ðen.ðɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐δεν‐δρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύδενδρο ουδέτερο
- (σπάνιο) άλλη μορφή του σύδεντρο
Συγγενικά
επεξεργασία- Σύδενδρο (τοπωνύμιο)