Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σφυριδούπολη οι Σφυριδουπόλεις
      γενική της Σφυριδούπολης* των Σφυριδουπόλεων
    αιτιατική τη Σφυριδούπολη τις Σφυριδουπόλεις
     κλητική Σφυριδούπολη Σφυριδουπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Σφυριδουπόλεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σφυριδούπολη < σφυρίδ(α) + -ούπολη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sfi.ɾiˈðu.po.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σφυ‐ρι‐δού‐πο‐λη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σφυριδούπολη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία