↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφυρίδα οι σφυρίδες
      γενική της σφυρίδας των σφυρίδων
    αιτιατική τη σφυρίδα τις σφυρίδες
     κλητική σφυρίδα σφυρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sfiˈɾi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφυ‐ρί‐δα

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
 
Τεράστια σφυρίδα που πιάστηκε κοντά στην Ύδρα.
σφυρίδα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σφύρ(αινα) + μεταπλασμός με -ίδα κατά το συναγρίδα [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφυρίδα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
σφυρίδα < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   για τα χτυπήματα με σφυρί

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφυρίδα θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία