πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφυρίδα οι σφυρίδες
      γενική της σφυρίδας των σφυρίδων
    αιτιατική τη σφυρίδα τις σφυρίδες
     κλητική σφυρίδα σφυρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Τεράστια σφυρίδα που πιάστηκε κοντά στην Ύδρα.
σφυρίδα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σφύρ(αινα) + μεταπλασμός με -ίδα κατά το συναγρίδα [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφυρίδα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
σφυρίδα <  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   για τα χτυπήματα με σφυρί

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφυρίδα θηλυκό

Αναφορές

επεξεργασία