Σμυρναῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαΣμυρναῖος, -α, -ον
- (πατριδωνυμικό) που κατάγεται από τη «Σμύρνα» (Σμύρνη)
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Σμυρναῖος | οἱ | Σμυρναῖοι |
γενική | τοῦ | Σμυρναίου | τῶν | Σμυρναίων |
δοτική | τῷ | Σμυρναίῳ | τοῖς | Σμυρναίοις |
αιτιατική | τὸν | Σμυρναῖον | τοὺς | Σμυρναίους |
κλητική ὦ! | Σμυρναῖε | Σμυρναῖοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Σμυρναίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Σμυρναίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Σμυρναῖος < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου Σμυρναῖος (πατριδωνυμικό)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣμυρναῖος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Σμυρναῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Σμυρναῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press