Σλάβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σλάβα | οι | Σλάβες |
γενική | της | Σλάβας | των | Σλάβων |
αιτιατική | τη | Σλάβα | τις | Σλάβες |
κλητική | Σλάβα | Σλάβες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Σλάβα αρσενικό, άκλιτο
- (χαϊδευτικό) ανδρικό όνομα, υποκοριστικό ρώσικων ονομάτων, όπως τα: Βλαντισλάβ, Βιατσεσλάβ, Γιαροσλάβ, Μστισλάβ, Σβιατοσλάβ, Στανισλάβ κ.ο.κ.