Σκάρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σκάρος < σκάρος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκάρος αρσενικό (θηλυκό Σκάρου)
Μεταγραφές
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Σκάρος | οἱ | Σκάροι |
γενική | τοῦ | Σκάρου | τῶν | Σκάρων |
δοτική | τῷ | Σκάρῳ | τοῖς | Σκάροις |
αιτιατική | τὸν | Σκάρον | τοὺς | Σκάρους |
κλητική ὦ! | Σκάρε | Σκάροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Σκάρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Σκάροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σκάρος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκάρος αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press