Ρωσοχώρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ρωσοχώρι | τα | Ρωσοχώρια |
γενική | του | Ρωσοχωρίου | των | Ρωσοχωρίων |
αιτιατική | το | Ρωσοχώρι | τα | Ρωσοχώρια |
κλητική | Ρωσοχώρι | Ρωσοχώρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾo.soˈxo.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρω‐σο‐χώ‐ρι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΡωσοχώρι ουδέτερο
- πρώην ονομασία της Δροσιάς Αττικής
- ※ Ένας αεροπόρος ερωτευμένος με μια Ελένη που την βομβάρδιζε με φρεσκοκομμένα τριαντάφυλλα, κάθε πρωί, πετώντας χαμηλά πάνω από το σπίτι της στο Ρωσοχώρι. (Δημήτρης Σαπρανίδης, Bandiera... russa, (Αθήνα: Καστανιώτης, 2013), σελ. 41)
- ※ Τα τελευταία χρόνια, πριν από το θάνατο του, το 1999, διέμενε στη Δροσιά (Ρωσοχώρι) Αττικής. (Ηλίας Τσιρκινίδης: Ο μεγαλύτερος ποιητής των Ποντίων, pontos-news.gr, 1 Μαρτίου 2013)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ρωσοχώρι