Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πόλος οι Πόλοι
      γενική του Πόλου των Πόλων
    αιτιατική τον Πόλο τους Πόλους
     κλητική Πόλε Πόλοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πόλος < πόλος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πόλος αρσενικό (θηλυκό Πόλου)

Μεταγραφές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πόλος οἱ Πόλοι
      γενική τοῦ Πόλου τῶν Πόλων
      δοτική τῷ Πόλ τοῖς Πόλοις
    αιτιατική τὸν Πόλον τοὺς Πόλους
     κλητική ! Πόλε Πόλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πόλω
γεν-δοτ τοῖν  Πόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πόλος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πόλος αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  • Πόλος - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven