Πρασιές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Πρασιές | ||
γενική | των | Πρασιών | ||
αιτιατική | τις | Πρασιές | ||
κλητική | Πρασιές | |||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- Πρασιές < πληθυντικός αριθμός του πρασιά
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠρασιές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Πρασιές < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Πρασιαί
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠρασιές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Πρασιές στη Βικιπαίδεια