Πρασιαί
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | αἱ | Πρασιαί |
γενική | τῶν | Πρασιῶν |
δοτική | ταῖς | Πρασιαῖς |
αιτιατική | τὰς | Πρασιᾱ́ς |
κλητική ὦ! | Πρασιαί | |
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πρασιαί < πληθυντικός αριθμός του πρασιά
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠρασιαί θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Πηγές
επεξεργασία- Πρασιαί - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Πρασιαί - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.