Δείτε επίσης: Πρασιά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρασιά οι πρασιές
      γενική της πρασιάς των πρασιών
    αιτιατική την πρασιά τις πρασιές
     κλητική πρασιά πρασιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρασιά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρασιά[1] < πράσον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾaˈsça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρα‐σιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρασιά θηλυκό

  1. ακάλυπτος χώρος σε οικόπεδο σε θέση γύρω από το κτίριο
  2. η βραγιά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία