Πομάκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πομάκος | οι | Πομάκοι |
γενική | του | Πομάκου | των | Πομάκων |
αιτιατική | τον | Πομάκο | τους | Πομάκους |
κλητική | Πομάκε | Πομάκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πομάκος < (άμεσο δάνειο) βουλγαρική помаци (pomaci), ονομαστική πληθυντικού του помак < σλαβικής προέλευσης по̀мак
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠομάκος αρσενικό (θηλυκό Πομάκα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την πομακική μουσουλμανική πληθυσμιακή ομάδα, διασκορπισμένη μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας, Βόρειας Μακεδονίας, Τουρκίας και Αλβανίας, όπου μιλιέται η πομακική γλώσσα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Πομάκοι στη Βικιπαίδεια