Δείτε επίσης: πομάκος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πομάκος οι Πομάκοι
      γενική του Πομάκου των Πομάκων
    αιτιατική τον Πομάκο τους Πομάκους
     κλητική Πομάκε Πομάκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πομάκος < (άμεσο δάνειο) βουλγαρική помаци (pomaci), ονομαστική πληθυντικού του помак < σλαβικής προέλευσης по̀мак

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πομάκος αρσενικό (θηλυκό Πομάκα)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία