Πολύκλειτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πολύκλειτος < αρχαία ελληνική Πολύκλειτος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠολύκλειτος αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Πολύκλειτος | οἱ | Πολύκλειτοι |
γενική | τοῦ | Πολυκλείτου | τῶν | Πολυκλείτων |
δοτική | τῷ | Πολυκλείτῳ | τοῖς | Πολυκλείτοις |
αιτιατική | τὸν | Πολύκλειτον | τοὺς | Πολυκλείτους |
κλητική ὦ! | Πολύκλειτε | Πολύκλειτοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πολυκλείτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Πολυκλείτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πολύκλειτος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠολύκλειτος αρσενικό