Πολιτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Πολιτικά | ||
γενική | των | Πολιτικών | ||
αιτιατική | τα | Πολιτικά | ||
κλητική | Πολιτικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πολιτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολιτικός στον πληθυντικό
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.li.tiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πο‐λι‐τι‐κά
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠολιτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό