Πλατανιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πλατανιώτισσα < Πλατανιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pla.taˈɲo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πλα‐τα‐νιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠλατανιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Πλατανιώτης
- οικισμός της Αχαΐας
- προσωνυμία της Παναγίας σε μονή στο παραπάνω χωριό
Συγγενικά
επεξεργασία- πλατανιώτικος
- → και δείτε τις λέξεις Πλατάνα, Πλατάνια και Πλάτανος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Πλατανιώτης
Πλατανιώτισσα
|