Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πλατανίτισσα οι Πλατανίτισσες
      γενική της Πλατανίτισσας των Πλατανιτισσών
    αιτιατική την Πλατανίτισσα τις Πλατανίτισσες
     κλητική Πλατανίτισσα Πλατανίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πλατανίτισσα < Πλατανίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pla.taˈni.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πλα‐τα‐νί‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πλατανίτισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία