πλατανιώτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλατανιώτικος < Πλατανιώτ(ης) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pla.taˈɲo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐τα‐νιώ‐τι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
πλατανιώτικος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλατανιώτικος
|