Παρορίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾoˈɾi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐ρο‐ρί‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Παρορίτης αρσενικό (θηλυκό Παρορίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Παρόρι ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Παρορίτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Παρορίτης | οι | Παρορίτηδες |
γενική | του | Παρορίτη* | των | Παρορίτηδων |
αιτιατική | τον | Παρορίτη | τους | Παρορίτηδες |
κλητική | Παρορίτη | Παρορίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Παρορίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Παρορίτης < πατριδωνυμικό Παρορίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Παρορίτης αρσενικό
- ανδρικό επώνυμο, σε χρήση ως ψευδώνυμο του πεζογράφου Κώστα Παρορίτη (Λεωνίδα Σουρέα) που είχε γεννηθεί στο Παρόρειο Λακωνίας
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Κώστας Παρορίτης στη Βικιπαίδεια (1878-1931), πεζογράφος και συγγραφέας