Παπανδρέου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Παπανδρέου | οι | Παπανδρέηδες | οι | Παπανδρέου |
γενική | του/της | Παπανδρέου | των | Παπανδρέηδων | των | Παπανδρέου |
αιτιατική | τον/την | Παπανδρέου | τους | Παπανδρέηδες | τους/τις | Παπανδρέου |
κλητική | Παπανδρέου | Παπανδρέηδες | Παπανδρέου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Ανδρέου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.panˈðɾe.u/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐παν‐δρέ‐ου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαπανδρέου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο