Ανδρέου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Ανδρέου | οι | Ανδρέηδες | οι | Ανδρέου |
γενική | του/της | Ανδρέου | των | Ανδρέηδων | των | Ανδρέου |
αιτιατική | τον/την | Ανδρέου | τους | Ανδρέηδες | τους/τις | Ανδρέου |
κλητική | Ανδρέου | Ανδρέηδες | Ανδρέου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Ανδρέου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ανδρέου < λόγια γενική του Ανδρέας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /anˈðɾe.u/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αν‐δρέ‐ου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑνδρέου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]