Παναρθρόποδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Παναρθρόποδα | ||
γενική | των | Παναρθρόποδων | ||
αιτιατική | τα | Παναρθρόποδα | ||
κλητική | Παναρθρόποδα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Παναρθρόποδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική Panarthropoda, ταξινομικός κλάδος Panarthropoda < παν- (πᾶς) + αρχαία ελληνική ἄρθρο(ν) + πούς, ποδ-
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαναρθρόποδα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - κλάδος: ταξινομικός υποκλάδος του κλάδου Εκδυσόζωα (Ecdysozoa)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Panarthropoda στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Παναρθρόποδα