Δείτε επίσης: Πράγα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Πάργα
      γενική της Πάργας
    αιτιατική την Πάργα
     κλητική Πάργα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πάργα < πρωτοσλαβική *parg-ŭ[1] < *porgъ

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πάργα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. «Κατώφλι», «περβάζι»· εδώ με την έννοια «πόρος / πέρασμα (ποταμού)» και «ορμητικό τμήμα του ποταμού» [1]. Σημειώνεται ότι κοντά στην Πάργα εκβάλλει ο Αχέρων ποταμός.