Δείτε επίσης: Πάργα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Πράγα
      γενική της Πράγας
    αιτιατική την Πράγα
     κλητική Πράγα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πράγα < ιταλική Praga[1] < τσεχική Praha < práh < πρωτοσλαβική *porgъ (κατώφλι, με την έννοια πόρος / πέρασμα (ποταμού))

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πράγα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)