Νιμπορειό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Νιμπορειό | τα | Νιμπορειά |
γενική | του | Νιμπορειού | των | Νιμπορειών |
αιτιατική | το | Νιμπορειό | τα | Νιμπορειά |
κλητική | Νιμπορειό | Νιμπορειά | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ni.boɾˈʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Νι‐μπο‐ρειό
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝιμπορειό ουδέτερο