Νημποριό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Νημποριό < + εμποριό • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Νημποριό ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Νημποριό
|
Νημποριό ουδέτερο
|