Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νημποριό < + εμποριό • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νημποριό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία