Ναταλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ναταλία | οι | Ναταλίες |
γενική | της | Ναταλίας | — | |
αιτιατική | τη | Ναταλία | τις | Ναταλίες |
κλητική | Ναταλία | Ναταλίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ναταλία < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Ναταλία < λατινική Natalia < λατινικά natale domini (η «γέννηση», το «γενέθλιο του Κυρίου», τα Χριστούγεννα)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝαταλία θηλυκό