↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Νατάσα οι Νατάσες
      γενική της Νατάσας των (Νατασών)
    αιτιατική τη Νατάσα τις Νατάσες
     κλητική Νατάσα Νατάσες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Νατάσα < χαϊδευτικό του Αναστασία, ενδεχομένως και με επίδραση του ρωσικού ονόματος Наташа (Natáša, Νατάσα)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Νατάσα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Νατάσα < (άμεσο δάνειο) ρωσική Наташа (Natáša), χαϊδευτικό του Наталья (Natálʹja) / Наталия (Natálija, Νατάλια, η Ναταλία)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Νατάσα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία