Μύτικας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μύτικας | οι | Μύτικες |
γενική | του | Μύτικα | των | Μυτίκων |
αιτιατική | τον | Μύτικα | τους | Μύτικες |
κλητική | Μύτικα | Μύτικες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmi.ti.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μύ‐τι‐κας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜύτικας αρσενικό
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
- ονομασία κορυφών βουνών, λόφων κ.λπ. της Ελλάδας
- (ειδικότερα) η κορυφή του ψηλότερου βουνού της Ελλάδας, του Ολύμπου
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Μύτικας στη Βικιπαίδεια