Μωμόγερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /moˈmo.ʝe.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μω‐μό‐γε‐ρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
Μωμόγερος αρσενικό
- (λαογραφία) έθιμο με μεταμφιεσμένους με προβιές ζώων ή αλλιώς, κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου, με ευχετηριακό χαρακτήρα