Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μπολονέζος οι Μπολονέζοι
      γενική του Μπολονέζου των Μπολονέζων
    αιτιατική τον Μπολονέζο τους Μπολονέζους
     κλητική Μπολονέζε Μπολονέζοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος - κλίση: δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bo.loˈne.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπο‐λο‐νέ‐ζος

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Μπολονέζος < ιταλική bolognese. Μορφολογικά αναλύεται σε Μπολόν(ια) + -έζος.• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μπολονέζος αρσενικό (θηλυκό Μπολονέζα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Μπολονέζος < πατριδωνυμικό Μπολονέζος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μπολονέζος αρσενικό (θηλυκό Μπολονέζου)

Μεταγραφές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπολονέζος < ιταλική bolognese

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Μπολονέζος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία