Μπολονέζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /bo.loˈne.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπο‐λο‐νέ‐ζος
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- Μπολονέζος < ιταλική bolognese. Μορφολογικά αναλύεται σε Μπολόν(ια) + -έζος.• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Μπολονέζος αρσενικό (θηλυκό Μπολονέζα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από τη Μπολόνια ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- Μπολόνια
- Μπολονέζος (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Μπολονέζος
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- Μπολονέζος < πατριδωνυμικό Μπολονέζος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Μπολονέζος αρσενικό (θηλυκό Μπολονέζου)
Μεταγραφές
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Μπολονέζος αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της Μπολόνιας
Πηγές
επεξεργασία
- Μπολονέζος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].