Μπολονέζου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μπολονέζου < γενική ενικού του αρσενικού Μπολονέζος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /bo.loˈne.zu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπο‐λο‐νέ‐ζου
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μπολονέζου θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Μπολονέζος
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Μπολονέζου αρσενικό
- γενική ενικού του Μπολονέζος