Μπεκιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /beˈco.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπε‐κιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΜπεκιώτης αρσενικό (θηλυκό Μπεκιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από το Μπεκί ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Μπεκιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μπεκιώτης | οι | Μπεκιώτηδες |
γενική | του | Μπεκιώτη* | των | Μπεκιώτηδων |
αιτιατική | τον | Μπεκιώτη | τους | Μπεκιώτηδες |
κλητική | Μπεκιώτη | Μπεκιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Μπεκιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Μπεκιώτης < πατριδωνυμικό Μπεκιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜπεκιώτης αρσενικό (θηλυκό Μπεκιώτη ή Μπεκιώτου)