Μπεκί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μπεκί | τα | Μπεκιά |
γενική | του | Μπεκιού | των | Μπεκιών |
αιτιατική | το | Μπεκί | τα | Μπεκιά |
κλητική | Μπεκί | Μπεκιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μπεκί < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /beˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπε‐κί
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜπεκί ουδέτερο
- (παρωχημένο) χωριό της Φθιώτιδας, πρώην ονομασία του Σταυρού[1]