Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μπεκί τα Μπεκιά
      γενική του Μπεκιού των Μπεκιών
    αιτιατική το Μπεκί τα Μπεκιά
     κλητική Μπεκί Μπεκιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπεκί < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /beˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπε‐κί

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μπεκί ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ 206 Α, 28 Σεπτεμβρίου 1927