Μπεκιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μπεκιώτισσα < Μπεκιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /beˈco.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπε‐κιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜπεκιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Μπεκιώτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Μπεκί
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μπεκιώτης
Μπεκιώτισσα
|