↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μπεκιώτισσα οι Μπεκιώτισσες
      γενική της Μπεκιώτισσας των Μπεκιωτισσών
    αιτιατική την Μπεκιώτισσα τις Μπεκιώτισσες
     κλητική Μπεκιώτισσα Μπεκιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μπεκιώτισσα < Μπεκιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /beˈco.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπε‐κιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μπεκιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → και δείτε τη λέξη Μπεκί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μπεκιώτης