Μονήρη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Mονήρη | ||
γενική | των | Mονήρων | ||
αιτιατική | τα | Mονήρη | ||
κλητική | Mονήρη | |||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μονήρη < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μονήρες στον πληθυντικό, λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική monera, πληθυντικός αριθμός του moneron < αρχαία ελληνική μονήρης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜονήρη ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - κατά μερικές ταξινομήσεις, βασίλειο έμβιων όντων με πολύ απλή κυτταρική δομή που περιλαμβάνει τα Αρχαία ή Αρχαιοβακτήρια και τα Βακτήρια