Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πρώτιστα < (άμεσο δάνειο) νεολατινική Protista < (αρχαία ελληνική ) ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρώτιστος στον πληθυντικό[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πρώτιστα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Υπώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία