Πρώτιστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πρώτιστα < (άμεσο δάνειο) νεολατινική Protista < (αρχαία ελληνική ) ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρώτιστος στον πληθυντικό[1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠρώτιστα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - (βιολογία) το βασίλειο των ευκαρυωτικών οργανισμών (δηλαδή όλων εκείνων που τα κύτταρα τους φέρουν διακριτό πυρήνα), που δεν είναι Ζώα (ζώα), Φυτά (φυτά) ή Μύκητες (μύκητες)
Υπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Πρώτιστα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Πρώτιστα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πρώτιστα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας