Μισιρλής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- Μισιρλής < τουρκική Mısırlı (Αιγύπτιος) < Mısır < οθωμανική τουρκική مصر (mısır) < αραβική مصر (miṣr) < σημιτικής προέλευσης
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Μισιρλής αρσενικό (θηλυκό Μισιρλού)
- (εθνικό όνομα) ο Αιγύπτιος, ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από την Αίγυπτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Μισιρλής
→ δείτε τη λέξη Αιγύπτιος |
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Μισιρλής αρσενικό (θηλυκό Μισιρλή)