Μελέαγρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μελέαγρος | οι | Μελέαγροι |
γενική | του | Μελέαγρου & Μελεάγρου |
των | Μελέαγρων & Μελεάγρων |
αιτιατική | τον | Μελέαγρο | τους | Μελέαγρους & Μελεάγρους |
κλητική | Μελέαγρε | Μελέαγροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μελέαγρος < αρχαία ελληνική Μελέαγρος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜελέαγρος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Μελέαγρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Μελέαγρος | οἱ | Μελέαγροι |
γενική | τοῦ | Μελεάγρου | τῶν | Μελεάγρων |
δοτική | τῷ | Μελεάγρῳ | τοῖς | Μελεάγροις |
αιτιατική | τὸν | Μελέαγρον | τοὺς | Μελεάγρους |
κλητική ὦ! | Μελέαγρε | Μελέαγροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μελεάγρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Μελεάγροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μελέαγρος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜελέαγρος αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) ανδρικό όνομα, ένας από τους Αργοναύτες
Πηγές
επεξεργασία- Μελέαγρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.