↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μακρολίβαδο τα Μακρολίβαδα
      γενική του Μακρολίβαδου των Μακρολίβαδων
    αιτιατική το Μακρολίβαδο τα Μακρολίβαδα
     κλητική Μακρολίβαδο Μακρολίβαδα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μακρολίβαδο < καθαρεύουσα Μακρολίβαδον. Μορφολογικά αναλύεται σε μακρο- + λιβάδ(ι) + -ο.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.kɾoˈli.va.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μα‐κρο‐λί‐βα‐δο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μακρολίβαδο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία