Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μέσος Χρόνος Γκρίνουιτς οι Μέσοι Χρόνοι Γκρίνουιτς
      γενική του Μέσου Χρόνου Γκρίνουιτς των Μέσων Χρόνων Γκρίνουιτς
    αιτιατική τον Μέσο Χρόνο Γκρίνουιτς τους Μέσους Χρόνους Γκρίνουιτς
     κλητική (Μέσε Χρόνε) Γκρίνουιτς Μέσοι Χρόνοι Γκρίνουιτς
Συνήωθς στον ενικό.
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μέσος Χρόνος Γκρίνουιτς < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Greenwich Mean Time
→ δείτε τις λέξεις μέσος, χρόνος και Γκρίνουιτς

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

Μέσος Χρόνος Γκρίνουιτς αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία