Ετυμολογία

επεξεργασία
Γκρίνουιτς < λόγιο δάνειο από την αγγλική Greenwich.[1] που προφέρεται χωρίς [u] /ˈɡɹɛnɪt͡ʃ/

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɡɾin.u̯it͡s/
τυπογραφικός συλλαβισμός:

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Γκρίνουιτς ουδέτερο

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • παρωχημένη γραφή με ήτα (Γκρήνουιτς)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Γκρήνουιτς - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)