Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα οι (Συντονισμένες Παγκόσμιες Ώρες)
      γενική της Συντονισμένης Παγκόσμιας Ώρας των (Συντονισμένων Παγκοσμίων/Παγκόσμιων Ωρών)
    αιτιατική τη Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα τις (Συντονισμένες Παγκόσμιες Ώρες)
     κλητική Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα (Συντονισμένες Παγκόσμιες Ώρες)
Στον ενικό.
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Coordinated Universal Time
→ δείτε τις λέξεις συντονισμένος, παγκόσμιος και ώρα

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα θηλυκό

  • (αναφορά χρόνου) το διεθνές σημείο αναφοράς χρόνου που γίνεται με ατομικά ρολόγια
    διεθνής συντομογραφία: UTC (γιου-τι-σι)

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Η Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα είναι ένα από τα είδη της Παγκόσμιας Ώρας.
  • Η τοπική ώρα σε όλο τον κόσμο βασίζεται στη Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα. Στην Ελλάδα και την Κύπρο έχουμε UTC+2 (δύο ώρες μπροστά) Π.χ. όταν το UTC είναι 00:24, έχουμε 2:24

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία