Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα | οι | (Συντονισμένες Παγκόσμιες Ώρες) |
γενική | της | Συντονισμένης Παγκόσμιας Ώρας | των | (Συντονισμένων Παγκοσμίων/Παγκόσμιων Ωρών) |
αιτιατική | τη | Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα | τις | (Συντονισμένες Παγκόσμιες Ώρες) |
κλητική | Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα | (Συντονισμένες Παγκόσμιες Ώρες) | ||
Στον ενικό. | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Coordinated Universal Time
- → δείτε τις λέξεις συντονισμένος, παγκόσμιος και ώρα
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαΣυντονισμένη Παγκόσμια Ώρα θηλυκό
- (αναφορά χρόνου) το διεθνές σημείο αναφοράς χρόνου που γίνεται με ατομικά ρολόγια
- διεθνής συντομογραφία: UTC (γιου-τι-σι)
Σημειώσεις
επεξεργασία- Η Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα είναι ένα από τα είδη της Παγκόσμιας Ώρας.
- Η τοπική ώρα σε όλο τον κόσμο βασίζεται στη Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα. Στην Ελλάδα και την Κύπρο έχουμε UTC+2 (δύο ώρες μπροστά) Π.χ. όταν το UTC είναι 00:24, έχουμε 2:24
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα στη Βικιπαίδεια
- Μέσος Χρόνος Γκρίνουιτς (GMT, παρωχημένο)
- Παγκόσμια Ώρα (Universal Time, UT)
- International Atomic Time (ITC)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα