Δείτε επίσης: λούλα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λούλα οι Λούλες
      γενική της Λούλας
    αιτιατική τη Λούλα τις Λούλες
     κλητική Λούλα Λούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. Λούλα < αραβική لؤلؤة (luʾluʾa, μαργαριτάρι)
  2. Λούλα < χαϊδευτικό υποκοριστικών από διάφορα γυναικεία ονόματα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λούλα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. γυναικείο χαϊδευτικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία