Λούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λούλα | οι | Λούλες |
γενική | της | Λούλας | — | |
αιτιατική | τη | Λούλα | τις | Λούλες |
κλητική | Λούλα | Λούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λούλα < υποκοριστικά γυναικείων ονομάτων σε -ούλα με επανάληψη του συμφώνου ⟨λ⟩ + [u] για παρήχηση,[1] όπως < (Χρειάζεται επεξεργασία)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈlu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λού‐λα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛούλα θηλυκό
- (χαϊδευτικό) γυναικείο όνομα
- για την ειρωνική, μεταφορική σημασία → δείτε λούλα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Διαφορετική ετυμολογία για το λουλάς.
Μεταγραφές
επεξεργασία- λατινικοί χαρακτήρες: Loúla, Loula