λούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λούλα | οι | λούλες |
γενική | της | λούλας | — | |
αιτιατική | τη | λούλα | τις | λούλες |
κλητική | λούλα | λούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λούλα < → λείπει η ετυμολογία το χαϊδευτικό όνομα Λούλα σε μεταφορική, ειρωνική χρήση
- Δε σχετίζεται με την لُؤْلُؤَة (luʔluʔa, γυναικείο όνομα όπως 'Μαργαριταρένια') < لُؤْلُؤ (luʔluʔ, μαργαριτάρι) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈlu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λού‐λα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλούλαθηλυκό
- (αργκό) η βαριοποπούλα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- (αργκό) → ζητούμενο λήμμα κουτή γυναίκα, ψευτοκυρά μεγαλοπαρμένη
- (χυδαίο, μειωτικό) ο ομοφυλόφιλος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βαριοπούλα
Πηγές
επεξεργασία(Χρειάζεται πηγές, για τεκμηρίωση ορισμών, όπως τους βρίσκουμε π.χ. το 2024 @slang.gr.)